τελεσσίγαμος

τελεσσίγονος

τελεσσιδώτειρα
τελεσσί·γονος, ος, ον []
1 qui fait venir ou naître à terme, Nonn. D. 48, 827 ||
2 qui vient à terme, mûr, Orph. H. 53, 10.
Étym. épq. p. *τελεσίγονος de τελέω, γόνος.