τελεσσίτοκος

τελεσσίφρων

Τελεσταγόρας
τελεσσί·φρων, ονος (ὁ, ἡ) qui accomplit ses projets, Eschl. Ag. 700.
Étym. poét. p. *τελεσίφρων de τελέω, φρήν.