τελεσσίνοος-ους

τελεσσίτοκος

τελεσσίφρων
τελεσσί·τοκος, ος, ον [] qui mène à terme les enfantements, Nonn. D. 48, 890.
Étym. poét. p. *τελεσίτοκος de τελέω, τόκος.