τερατολογέω-ῶ

τερατολογία

τερατολόγος
τερατολογία, ας () [ρᾰ] récit de choses extraordinaires, inventions mensongères, hâblerie, Isocr. Antid. § 304 ; Str. 271 ; Luc. Philopatr. 2.
Étym. τερατολόγος.