τερατοποιΐα

τερατοποιός

τερατοσκόπος
τερατο·ποιός, ός, όν [] qui accomplit des prodiges, qui fait des miracles, Procl. Ptol. p. 225, 25 ; Spt. 2 Macc. 15, 21.
Étym. τέρας, ποιέω.