τερατουργία

τερατουργός

τερατόω-ῶ
τερατουργός, ός, όν [] qui fait des choses extraordinaires ; subst. ὁ τ. DS. Exc. 526, 101 ; Luc. Gall. 4, faiseur de tours, charlatan.
Étym. τέρας, ἔργον.