τεσσαρακοντάκις

τεσσαρακοντάλιτρος

τεσσαρακοντάπηχυς
τεσσαρακοντά·λιτρος, ος, ον, att. τεττ-, de quarante livres, Dinol. (Poll.).
Étym. τ. λίτρα.