τεσσαρακοντάλιτρος

τεσσαρακοντάπηχυς

τεσσαρακοντάς
τεσσαρακοντά·πηχυς, υς, υ, gén. εος [ᾰᾰᾰῠ] de quarante coudées, Ath. 202b ; Jos. B.J. 5, 5, 3.
Étym. τ. πῆχυς.