τεσσαρακόσιοι

τεσσαρακοσταῖος

τεσσαρακοστός
τεσσαρακοσταῖος, α, ον [ᾰᾰ] qui vient ou se fait le quarantième jour, Hpc. Epid. 1193 ; Arstt. H.A. 7, 3, 8 ; Th. H.P. 8, 2, 6.
Étym. τεσσαρακοστός.