τεσσαρακοστός
τέσσαρεςτεσσαρακοστός, att.
τετταρακοστός, ή,
όν [ᾰᾰ] quarantième, Thc. 1, 60 ; ἡ τετταρακοστή, Ar.
Eccl. 825,
l’impôt du quarantième sur le capital ; αἱ
τεσσαρακοσταί, Thc. 8, 101 litt. les
quarantièmes, monnaie de Chios.
Étym.
τεσσαράκοντα.