τέσσαρες

τεσσαρεσκαίδεκα

τεσσαρεσκαιδεκαέτης
τεσσαρεσ·καί·δεκα (οἱ, αἱ, τὰ) indecl. [ᾰᾰ] quatorze, Luc. ||
E Ion. τεσσερεσκαίδεκα, Hdt. 1, 86.