τεσσαρεσκαίδεκα

τεσσαρεσκαιδεκαέτης

τεσσαρεσκαιδεκαέτις
τεσσαρεσκαιδεκα·έτης, ου (ὁ, ἡ) [ᾰᾰ] âgé de quatorze ans, Plut. Æmil. 35.
Étym. τ. ἔτος.