τεσσαρεσκαιδεκαέτις

τεσσαρεσκαιδεκάκις

τεσσαρεσκαιδεκασύλλαϐος
τεσσαρεσκαιδεκάκις [ᾰᾰ] adv. quatorze fois, Théon Sm. 126, 23.
Étym. τ. -άκις.