τεσσαρεσκαιδεκαέτης

τεσσαρεσκαιδεκαέτις

τεσσαρεσκαιδεκάκις
τεσσαρεσκαιδεκα·έτις, ιδος [ᾰᾰῐδ] adj. f. de quatorze ans, Gal.
Étym. v. le préc.