τεσσαρεσκαιδεκασύλλαϐος

τεσσαρεσκαιδεκαταῖος

τεσσαρεσκαιδέκατος
τεσσαρεσκαιδεκαταῖος, α, ον [ᾰᾰ] qui a lieu ou survient le quatorzième jour, Hpc. Progn. 41 ; 53, 30 ; 568, 22.
Étym. τεσσαρεσκαιδέκατος.