τεσσαρεσκαιδεκαταῖος

τεσσαρεσκαιδέκατος

τεσσαρεσκαιδεκέτης
τεσσαρεσκαιδέκατος, η, ον [ᾰᾰ] quatorzième, Hpc. 1174f ||
E Ion. τεσσερεσκαιδέκατος, Hdt. 1, 84.
Étym. τεσσαρεσκαίδεκα.