τετανοειδής

τετανόθριξ

τετανός
τετανό·θριξ, -τριχος (ὁ, ἡ) [ᾰῐχ] aux cheveux longs et plats, Plat. Euthyphr. 2b ; Sext. M. 5, 95.
Étym. τετανός, θρίξ.