τετραδάκτυλος

τετραδαρχέομαι-οῦμαι

τετραδαρχία
τετραδ·αρχέομαι-οῦμαι [ᾰδ] c. τετραρχέομαι, Hermog. p. 268, 22.
Étym. τετράς, ἄρχω.