τετραδαρχέομαι-οῦμαι

τετραδαρχία

τετράδιον
τετραδαρχία, ας () [ᾰδ] c. τετραρχία, Dém. 117, 26 ; App. Syr. 50 ; Arstd. t. 1, 481, 504.
Étym. τετράς, ἀρχή.