τετραγλώχιν

τετράγναθος

τετραγράμματος
τετρά·γναθος, ος, ον [νᾰ] à quatre mâchoires ; subst. τὸ τετράγναθον, Str. 772 ; El. N.A. 17, 40, sorte d’araignée venimeuse.
Étym. τ. γνάθος.