τετράγναθος

τετραγράμματος

τετράγραμμος
τετρα·γράμματος, ος, ον [μᾰ] formé de quatre lettres, en parl. du n. de Jehovah en caractères hébraïques, Phil. 2, 152 ; Sib. 2, 24.
Étym. τ. γράμμα.