τετραίνω

τετρακαιδεκαέτης

τετρακαιδεκαέτις
τετρα·και·δεκα·έτης, ου [τρᾰ] adj. m. de quatorze ans, DH. 6, 21.
Étym. τ. κ. δέκα, ἔτος.