τετραπαλαιστιαῖος

τετραπάλαιστος

τετράπεδος
τετρα·πάλαιστος, ος, ον [ᾰᾰ] long, large, etc. de quatre palmes, Hdt. 2, 149 ; Ath. 199f.
Étym. τ. παλαιστή.