τέτραφα

τετραφαλαγγαρχία

τετραφαλαγγία
τετραφαλαγγ·αρχία, ας () [ᾱφᾰλ] commandement de quatre phalanges, Arr. Tact. 10, 8 ; El. tact. 9 ; v. le suiv.
Étym. τετραφαλαγγία, ἄρχω.