τετραφαλαγγαρχία

τετραφαλαγγία

τετραφάληρος
τετραφαλαγγία, ας () [ᾰφᾰ] réunion de quatre phalanges, c. à d. de 16 384 hommes, Pol. 12, 20, 7 ; El. tact. 40.
Étym. τ. φάλαγξ.