τετραφάληρος

τετράφαλος

τετραφάρμακος
τετρά·φαλος, ος, ον [ᾰᾰ] à quatre cimiers (devant, derrière, sur les deux côtés) Il. 12, 384 ; 22, 315.
Étym. τ. φάλος.