τετραπλασιεπίτριτος

τετραπλασιεφήμισυς

τετραπλάσιος
τετραπλασι·εφ·ήμισυς, εια, υ [ᾰᾰμῐ] quatre fois et demie aussi fort, comme 9 : 2 Nicom. Arithm. 1, 22.
Étym. τ. ἐπί, ἥμισυς.