τετραπλασιεφήμισυς

τετραπλάσιος

τετραπλασίων
τετραπλάσιος, α, ον [ᾰᾰ] quadruple, Plat. Rsp. 369e, etc. ; avec le gén. quadruple de, Arstt. H.A. 2, 17, 16.
Étym. τετρα, -πλάσιος.