τετραπλασιάζω

τετραπλασιεπιδιμερής

τετραπλασιεπίπεμπτος
τετραπλασι·επιδιμερής, ής, ές [ᾰᾰῐδῐ] quatre fois deux tiers aussi fort, comme 14 : 3, Nicom. Arithm. 1, 23.