τετραπλασιεπιδιμερής

τετραπλασιεπίπεμπτος

τετραπλασιεπιτέταρτος
τετραπλασι·επίπεμπτος, η, ον [ᾰᾰπῐ] quatre fois un cinquième aussi fort, comme 21 : 5, Nicom. Arithm. 1, 22.