τετράπτωτος

τετραπυργία

τετράρρυμος
τετρα·πυργία, ας () [ρᾰ] ville, fort ou château avec quatre tours, Pol. 31, 26, 11 ; Str. 838 ; Plut. Eum. 8.
Étym. τ. πύργος.