τετραπυργία

τετράρρυμος

τετραρχέω-ῶ
τετρά·ρρυμος, ος, ον [] à quatre timons, d’où à huit chevaux, Xén. Cyr. 6, 1, 51 ; 4, 2.
Étym. τ. ῥυμός.