τετραήμερος

τετραθέλυμνος

τετράθυρος
τετρα·θέλυμνος, ος, ον [] à quatre fondements, en parl. d’un bouclier, c. à d. revêtu de quatre peaux, Il. 15, 479 ; Od. 22, 122.
Étym. τ. θέλυμνον.