τετραθέλυμνος

τετράθυρος

τετραίνω
τετρά·θυρος, ος, ον [ᾰῠ] à quatre portes, Arstt. H.A. 9, 41, 5 ; Callix. (Ath. 205b).
Étym. τ. θύρα.