θάλασσα

θαλασσαῖος

θαλάσσειος
θαλασσαῖος, α, ον []
1 marin, Pd. P. 2, 92 ; Nonn. D. 6, 308 ||
2 c. ἁλιπόρφυρος, Triphiod. 345.
Étym. θάλασσα.