θαλασσίτης

θαλασσοϐαφέω-ῶ

θαλασσοϐίωτος
θαλασσο·ϐαφέω-ῶ [θᾰϐᾰ] teindre avec la pourpre, Phil. paradox. VII mir. 2.
Étym. θ. βάπτω.