θαλασσοκράμϐη

θαλασσοκρατέω-ῶ

θαλασσοκρατία
θαλασσο·κρατέω-ῶ, att. θαλαττοκρατέω-ῶ [θᾰᾰτ] dominer sur mer, Hdt. 3, 122 ; Thc. 7, 48 ||
E θαλαττοκρ. Pol. 1, 7, 6.
Étym. θ. κρατέω.