Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
θαλασσόμελι
θαλασσόμοθος
θαλασσονόμος
θαλασσό·μοθος,
ος, ον
[
θᾰ
] qui lutte contre la mer,
Nonn.
D.
39, 370
.
Étym.
θ. μόθος
.