Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
θαλασσοπορέω-ῶ
θαλασσοπόρος
θαλασσοπότης
θαλασσο·πόρος,
ος, ον
[
θᾰ
] qui traverse la mer,
Anth.
6, 27 ;
9, 376 ;
Mus.
2
.
Étym.
θ. πορεύομαι
.