Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
θαλασσοπόρος
θαλασσοπότης
θαλασσόπρασον
θαλασσο·πότης,
ου
(
ὁ
) [
θᾰ
] qui boit la mer,
mot com.
Luc.
V.H.
1, 42
.
Étym.
θ. πίνω
.