θαλασσότοκος

θαλασσουργέω

θαλασσουργία
*θαλασσουργέω, att. θαλαττουργέω-ῶ [θᾰ] faire métier de marin ou de pêcheur, Pol. 6, 52, 1.
Étym. θαλασσουργός.