θαλασσουργέω

θαλασσουργία

θαλασσουργός
θαλασσουργία, ας () [θᾰ] métier de marin, de pêcheur, Hpc. 366, 28 ; Thém. Or. 24, 305d ||
E Ion. -ίη, Hpc. l. c.
Étym. θαλασσουργός.