θαλασσουργία

θαλασσουργός

θαλασσόω
θαλασσουργός, att. θαλαττουργός, οῦ () [θᾰ] pêcheur, marin (litt. qui travaille sur mer) Xén. Œc. 16, 7 ; Pol. 10, 8, 5.
Étym. θ. ἔργον.