θαμέες

θαμειός

θαμέως
θαμειός [] (seul. fém. pl. nom. θαμειαί, Il. 1, 52, etc. ; acc. θαμειάς, Il. 9, 383 ; 22, 316 ; et cp. θαμειότερος, Nic. Al. 594) nombreux, fréquent, qui se succède continuellement.
Étym. θαμά.