θανατόω-ῶ

θανατώδης

θανάτωσις
θανατώδης, ης, ες [ᾰᾰ]
1 qui est un indice de mort, Hpc. Progn. 37 ||
2 mortel, Hpc. Aph. 1247 ; El. N.A. 7, 5.
Étym. θάνατος, -ωδης.