θαρραλέος

θαρραλεότης

θαρραλέως
θαρραλεότης, ion., anc. att. et de prose réc. θαρσαλεότης, ητος () [ᾰλ] confiance, hardiesse, Plut. Æmil. 36, M. 443d, etc. ||
E θαρσ. Thém. Or. 2, 30b.
Étym. θαρραλέος.