θαυμάσιος

θαυμασιότης

θαυμασιουργία
θαυμασιότης, ητος () []
1 caractère admirable ou merveilleux d’une chose, Hpc. 301, 5 ; Arstt. Top. 4, 5, 12 ||
2 c. titre d’honneur, Chrys. 3, 606 Migne.
Étym. θαυμάσιος.