Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
θαυματοποιΐα
θαυματοποιϊκός
θαυματοποιός
θαυματοποιϊκός,
ή, όν
[
ᾰ
] qui concerne l’art de faire des tours ;
τὸ θαυματοποιϊκόν
,
Plat.
Soph.
268
d
;
ἡ θαυματοποιϊκή
,
Plat.
Soph.
224
a
, art du jongleur.
Étym.
θαυματοποιός
.