θεοείκελος

θεοεχθία

Θεοζοτίδης
θεο·εχθία ou θεο·εχθρία, ας () inimitié des dieux, Luc. Lex. 11.
Étym. θ. ἐχθρός ; θεοῖς ἐχθρία Cobet.