θεουργός

θεοφάνεια

Θεοφάνης
θεοφάνεια, ou θεοφανία, ας () [φᾰ] manifestation de Dieu, Naz. 1, 648 ; 3, 1020 Migne.
Étym. *Θεοφανής, cf. le suiv.